Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΠΩς ΑΠΟΣΠΟΠΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ

Ο ΛΥΚΟΣ
(Ελένη Βεζύρογλου, συγγραφέας)
   Ο Μανώλης κλαίει. Χοντρά τρομαγμένα δάκρυα κυλούν στα μουτζουρωμένα του μάγουλα και λερώνουν το ριγέ γιακά του πουκαμίσου του μπαμπά του καθώς σφίγγει το μουτράκι του πάνω στο δυνατό αντρικό λαιμό. Τα νυχάκια του λερωμένα απ’ το χώμα όπου κυλιόταν πριν λίγα λεπτά, χώνονται στα μπράτσα του μπαμπά καθώς γαντζώνεται πάνω του απελπισμένα. Οι φωνές και τα ουρλιαχτά των τριών γυναικών που έχουν ορμήσει πάνω τους και προσπαθούν να τον αποσπάσουν απ’ την πατρική αγκαλιά, κομματιάζουν κάθε έννοια ασφάλειας που θα ’πρεπε κανονικά να νοιώθει μες στη ζεστασιά της. Στα τέσσερα μόλις χρόνια της ζωής του δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει και γιατί η μαμά και οι δυο ετεροθαλείς αδερφές του προσπαθούν να τον τραβήξουν ανάμεσα απ’ τα μπράτσα που εκείνος νοιώθει τόσο ευτυχισμένος όταν είναι τυλιγμένα γύρω του.
   Βρίσκονται σ’ εκείνο το μέρος που το λένε “δικαστήριο” κι έχει ακούσει τη μαμά να μιλάει πολλές φορές οργισμένη γι αυτό και δεν καταλαβαίνει το λόγο, το δικαστήριο  είναι ένα καλό μέρος, γιατί εκεί τουλάχιστον μπορεί να δει τον μπαμπά. Να, σήμερα, λίγο πριν ανέβουν τις σκάλες του κτιρίου, τον είχε δει να έρχεται κι εκείνος τον είχε φωνάξει ανοίγοντας την αγκαλιά του. Άφησε το χέρι της μαμάς κι έτρεξε γεμάτος λαχτάρα να χωθεί ανάμεσα στα ανοιχτά μπράτσα που τον καλούσαν. Η μεγάλη του αδελφή προσπάθησε να τον εμποδίσει. Όμως εκείνος πήγαινε σφαίρα με τα μικροσκοπικά του adidas. Πήδησε μέσα στο μεγάλο παρτέρι με τα λουλούδια κι έτρεχε γρήγορα ανάμεσά τους. Πίστεψε πως η αδελφή του δε θα μπορούσε να τον ακολουθήσει εκεί μέσα, βυθίζοντας τα τακούνια της στο χώμα. Έκανε λάθος. Εκείνη τον πρόφτασε και τον άρπαξε. Έπεσαν στο χώμα. Πάλεψε με μανία να της ξεφύγει. «Άσε με, άσε με, θέλω να πάω στο μπαμπά!» Πετάχτηκε όρθιος κι έτρεξε πάλι, ενώ εκείνη ήταν ακόμη πεσμένη. Η μαμά ούρλιαζε παρακινώντας τους αστυνομικούς να τον κυνηγήσουν κι ανέμιζε ένα χαρτί φωνάζοντας πως έχει την επιμέλεια. Ο Μανώλης δεν καταλάβαινε τι στο καλό σήμαινε αυτό κι ούτε τον ένοιαζε. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν ο μπαμπάς που τον έβλεπε να τρέχει προς το μέρος του. Τον έφτασε και γονάτισε για να ’ρθει στο ύψος του. Τον άρπαξε στην αγκαλιά του και τον σήκωσε ψηλά. Τον στριφογύρισε και τον έσφιξε πάνω του δυνατά. «Μανώλη μου! αγόρι μου!»
   «Μπαμπά!» Τα παιδικά δάκρυα μουσκεύουν το ριγέ πουκάμισο του πατέρα, που κυριολεκτικά κουρελιάζεται απ’ τη λυσσαλέα επίθεση των τριών γυναικών. Όμως εκείνος κρατά το παιδί σφιχτά και δεν έχει σκοπό να το αφήσει απ’ την αγκαλιά του. Έχει να το δει έξι μήνες. Ούτε κι εκείνο κατά πως φαίνεται σκοπεύει να τον αφήσει. Έχει τυλίξει με δύναμη τα ποδαράκια του γύρω απ’ τη μέση του κι έχει κυριολεκτικά γαντζωθεί με τα λερωμένα του νυχάκια στα πατρικά μπράτσα, που ’χουν γυμνωθεί καθώς κρέμονται τα σχισμένα μανίκια.
   Οι δυο αστυνομικοί πλησιάζουν, του ζητούν αυστηρά ν’ αφήσει κάτω το παιδί και προσπαθούν ν’ απομακρύνουν από πάνω του τις μαινόμενες γυναίκες. Εκείνες στέκονται γύρω τους ουρλιάζοντας κι ο Μανώλης αναρωτιέται τρομαγμένος γιατί συμβαίνει όλο αυτό. Ρωτά κλαίγοντας τον πατέρα την ώρα που οι αστυνομικοί τον αποσπούν απ’ την αγκαλιά του κι ύστερα ρωτά σκούζοντας τη μητέρα του καθώς τον σέρνει από το χέρι. Δεν παίρνει απάντηση. Κατά πως φαίνεται, οι μεγάλοι δεν έχουν όλες τις απαντήσεις.

   «Τα τρία γουρουνάκια, μόνα τους στο σπίτι, άκουσαν τα χτυπήματα και στάθηκαν πίσω από την πόρτα…»
   Ο Μανώλης ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, ακούει τη μαμά να του διαβάζει το παραμύθι. Τα δάκρυα έχουν στεγνώσει πια στα μάτια του και μόνο μια διάχυτη θλίψη στο βλέμμα τους, αφήνει υπόνοιες πως δεν έχει ξεχάσει το πρωινό επεισόδιο έξω απ’ τα δικαστήρια.     
   «…Ο λύκος, είχε ζητήσει απ’ τα μυρμηγκάκια να του λειάνουν τη γλώσσα και να τη λεπτύνουν, για να μπορέσει να γίνει η φωνή του μαλακή και όμορφη όπως της μαμάς. “Σας παρακαλώ γουρουνάκια μου, ανοίξτε μου την πόρτα, είμαι η μαμά σας” προσπαθεί να τα ξεγελάσει. Κι εκείνα, κάνουν το λάθος και τον πιστεύουν. Δεν προλαβαίνουν όμως ν’ ανοίξουν την πόρτα κι ορμάει μέσα ο λύκος, μεγάααλος και κακός. Ανοίγει το στόμα με τα τεράααστια δόντια και κάνει τα γουρουνάκια, μια χαψιά».
   «Ααα μαμά! εγώ δε θ’ ανοίξω ποτέ στο λύκο!» ακούγεται η φωνή του Μανώλη κάτω απ’ την κουβέρτα που την έχει τραβήξει κι έχει σκεπάσει τρομαγμένος το κεφάλι του.            
   «Μα βέβαια, εσύ είσαι ένα έξυπνο παιδί…» Η μαμά σκύβει και τον φιλά  χαμογελώντας παράξενα. «…Είμαι σίγουρη πως δε θα το κάνεις… Καληνύχτα!»
   Βγαίνει σιγά απ’ το δωμάτιο ακροπατώντας κι ο Μανώλης μένει μόνος, κουκουλωμένος με την κουβέρτα του και την εικόνα του κακού λύκου να στοιχειώνει τα παιδικά του όνειρα.

   Ο πατέρας ρίχνει μια ματιά τριγύρω στην αυλή. Είναι σπαρμένη από τα υπολείμματα ενός κομματιασμένου βιολιού και της ξύλινης λουστραρισμένης θήκης του. Ό,τι απέμεινε, απ’ το δώρο γενεθλίων που είχε στείλει στο παιδί του πριν λίγες μέρες. Δρασκελά το διαλυμένο βιολί με τις ξεχαρβαλωμένες χορδές και παραμερίζει με την άκρη του παπουτσιού ένα απ’ τα σπασμένα “κλειδιά” του. Την πίκρα που φωλιάζει στην καρδιά του δεν την αφήνει να ξεχυθεί και να του δηλητηριάσει τη μέρα. Όχι σήμερα τουλάχιστον. Έχει έρθει αποφασισμένος να πάρει το Μανώλη μαζί του για το Σαββατοκύριακο, όπως έχει ορίσει το δικαστήριο. “Κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο του μήνα”.
   Χθες που τηλεφώνησε στη γυναίκα του για να συνεννοηθεί μαζί της, εκείνη -πράγμα παράξενο- ούτε του ’κλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα κατά το συνήθειο της, ούτε του ούρλιαξε να μην τολμήσει να πατήσει το πόδι του στην αυλή. Αντίθετα, μ’ ένα παράξενο γέλιο του είπε… καλώς να ορίσει για να μαζέψει τα “σκουπίδια” του. Σκουπίδι το αυστριακό χειροποίητο βιολί; Σκύβει στενάζοντας και μαζεύει το σπασμένο δοξάρι. Τώρα καταλαβαίνει το λόγο που δεν τον εμπόδισε να έρθει. Σίγουρα για να θριαμβολογήσει για το θλιβερό της κατόρθωμα, σαν θα τον έβλεπε να κρατά το κομματιασμένο βιολί. Ίσως και να τον κοίταζε τώρα, πίσω από κάποια τραβηγμένη κουρτίνα, χαμογελώντας χαιρέκακα.
   Μαζεύει τα κομμάτια του βιολιού και τα βάζει στην άκρη. Αν δεν διορθώνεται, θα αγοράσει ένα καινούργιο. Τα κομμάτια της καρδιάς του όμως, που ’ναι σκόρπια εδώ έξω, σ’ αυτή την αυλή, και ματώνουν περιμένοντας ν’ αντικρύσουν ένα παιδικό προσωπάκι, πώς να τα μαζέψει; Καταπίνει το πικρό συναίσθημα κι αποφασιστικά προχωρά και χτυπά την πόρτα.
   «Μαμά! ο μπαμπάς!» Ο Μανώλης πετιέται πάνω κι η φωνή του είναι γεμάτη ελπίδα και προσδοκία. Τώρα μάλιστα θα το επιβεβαιώσει. Σέρνει αλαφιασμένος ένα σκαμνί πίσω απ’ την πόρτα, σκαρφαλώνει και κοιτά απ’ το ματάκι. Ακούγεται ενθουσιασμένος. «Ο μπαμπάς μαμά, δε στο είπα; ο μπαμπάς!» και γίνεται ανυπόμονος. «Άνοιξε μαμά! φέρε τα κλειδιά!»
   Εκείνη πλησιάζει νυχοπατώντας. «Σ…σ…σ… δεν είναι ο μπαμπάς, κατέβα από κει».
   «Ο μπαμπάς είναι, αφού τον βλέπω!» ανοίγει έκπληκτος τα μάτια ο Μανώλης.
   Η μαμά τον κατεβάζει απ’ το σκαμνί. «Δεν είναι ο μπαμπάς… είναι ο κακός λύκος. Φόρεσε μια μάσκα που μοιάζει με τον μπαμπά…»
-          Ααα!
-          Μανώλη! Είσαι μέσα παιδί μου; άνοιξε, είμαι ο μπαμπάς!»
   «Ο μπαμπάς! Ο μπαμπάς μου είναι! ακούω τη φωνή του!» στριγκλίζει τώρα ο Μανώλης. «Κάνεις λάθος μαμά, άνοιξέ του!»
-          Σ…σ…σ… Σώπα μη σ’ ακούσει, ο κακός λύκος είναι, έκανε τη φωνή του ίδια με του μπαμπά σου για να σε ξεγελάσει…
-          Μανώλη! ήρθα να σε πάρω αγόρι μου για το Σαββατοκύριακο. Άνοιξε την πόρτα!
   «Όχι, αυτή είναι η φωνή του μπαμπά μου, την ξέρω εγώ!» πεισμώνει ο Μανώλης και χτυπά με μανία τα πόδια στο πάτωμα.
   Τώρα και τα χτυπήματα στην πόρτα γίνονται πιο δυνατά κι επίμονα. «Ανοίξτε μου! Μανώλη! Είμαι ο μπαμπάς, ήρθα να σε πάρω!»
-          Βλέπεις; βλέπεις με πόση μανία χτυπά την πόρτα; κοντεύει να τη ρίξει. Έκανε τη φωνή του ολόιδια με του μπαμπά σου και βιάζεται να σε πάρει. Μια χαψιά θα σε κάνει.
   Την κοιτά σαστισμένος. «Μαμά… μοιάζει πολύ η φωνή με του μπαμπά… Αν είναι στ’ αλήθεια ο μπαμπάς;» Η σιγουριά του παιδιού φαίνεται να κλονίστηκε.
-          Δεν είναι ο μπαμπάς, εκείνος δε σε θυμάται ποτέ για να έρθει. Ο κακός λύκος είναι. Θέλει να σ’ αρπάξει.
   Ο Μανώλης ξεφεύγει της μάνας του κι ανεβαίνει πάλι στο σκαμνί. Κοιτάζει με προσοχή απ’ το μάτι της πόρτας.
-           Μανώλη! Άνοιξε παιδί μου, δεν μ’ ακούς; ήρθα να σε πάρω! Ανοίξτε μου, ανοίξτε μου!
   Ο τόνος του σπαραγμού στη φωνή δεν μπορεί ν’ αναγνωρισθεί και ν’ αξιολογηθεί από την ανώριμη παιδική συνείδηση. Η φωνούλα του Μανώλη ακούγεται τώρα σιγανή και δεν μπορείς να ξεχωρίσεις αν είναι φοβισμένη ή λυπημένη. «Πω! πω! Πόσο μοιάζει η μάσκα στον μπαμπά! ολόιδιος είναι… Κι η φωνή του λύκου… ίδια κι αυτή… ολόιδια με του μπαμπά!»

                                                         ΤΕΛΟΣ  
Ετσι αποσπούσαν τα παιδιά μου από εμένα : Δέστε και θαυμάστε δικαιοσύνη που δεν τιμώρησε τους εγκληματίες:

ΟΛΟΙ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΕΣ 
ΚΑΙ ΣΥΝΥΠΕΥΘΥΝΟI: ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΑΛΛΑΞΟΥΝ ΝΟΜΟΥΣ, ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΚΤΕΛΟΥΝ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΗΔΗ ΥΠΑΡΧΟΝΤΕΣ ΝΟΜΟΥΣ, ΟΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ, ΦΟΒΟ ΚΑΙ ΒΛΑΚΕΙΑ ΤΟΥΣ, ΟΙ ΨΥΧΟΛΟΓΟΙ, ΨΥΧΙΑΤΡΟΙ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ ΠΟΥ ΨΑΧΝΟΥΝ ΘΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΙΔΕΥΤΟΙ, ΟΙ ΨΥΧΟΠΑΘΕΙΣ ΓΟΝΕΙΣ.
ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΜΗΝ ΕΧΟΥΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ, ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΤΑ ΕΧΟΥΝ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΤΕΙ ΜΕ ΤΕΤΟΙΟ ΑΝΩΜΑΛΟ ΤΡΟΠΟ?
 Ο ΛΥΚΟΣ
(Ελένη Βεζύρογλου, συγγραφέας)
   Ο Μανώλης κλαίει. Χοντρά τρομαγμένα δάκρυα κυλούν στα μουτζουρωμένα του μάγουλα και λερώνουν το ριγέ γιακά του πουκαμίσου του μπαμπά του καθώς σφίγγει το μουτράκι του πάνω στο δυνατό αντρικό λαιμό. Τα νυχάκια του λερωμένα απ’ το χώμα όπου κυλιόταν πριν λίγα λεπτά, χώνονται στα μπράτσα του μπαμπά καθώς γαντζώνεται πάνω του απελπισμένα. Οι φωνές και τα ουρλιαχτά των τριών γυναικών που έχουν ορμήσει πάνω τους και προσπαθούν να τον αποσπάσουν απ’ την πατρική αγκαλιά, κομματιάζουν κάθε έννοια ασφάλειας που θα ’πρεπε κανονικά να νοιώθει μες στη ζεστασιά της. Στα τέσσερα μόλις χρόνια της ζωής του δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει και γιατί η μαμά και οι δυο ετεροθαλείς αδερφές του προσπαθούν να τον τραβήξουν ανάμεσα απ’ τα μπράτσα που εκείνος νοιώθει τόσο ευτυχισμένος όταν είναι τυλιγμένα γύρω του.
   Βρίσκονται σ’ εκείνο το μέρος που το λένε “δικαστήριο” κι έχει ακούσει τη μαμά να μιλάει πολλές φορές οργισμένη γι αυτό και δεν καταλαβαίνει το λόγο, το δικαστήριο  είναι ένα καλό μέρος, γιατί εκεί τουλάχιστον μπορεί να δει τον μπαμπά. Να, σήμερα, λίγο πριν ανέβουν τις σκάλες του κτιρίου, τον είχε δει να έρχεται κι εκείνος τον είχε φωνάξει ανοίγοντας την αγκαλιά του. Άφησε το χέρι της μαμάς κι έτρεξε γεμάτος λαχτάρα να χωθεί ανάμεσα στα ανοιχτά μπράτσα που τον καλούσαν. Η μεγάλη του αδελφή προσπάθησε να τον εμποδίσει. Όμως εκείνος πήγαινε σφαίρα με τα μικροσκοπικά του adidas. Πήδησε μέσα στο μεγάλο παρτέρι με τα λουλούδια κι έτρεχε γρήγορα ανάμεσά τους. Πίστεψε πως η αδελφή του δε θα μπορούσε να τον ακολουθήσει εκεί μέσα, βυθίζοντας τα τακούνια της στο χώμα. Έκανε λάθος. Εκείνη τον πρόφτασε και τον άρπαξε. Έπεσαν στο χώμα. Πάλεψε με μανία να της ξεφύγει. «Άσε με, άσε με, θέλω να πάω στο μπαμπά!» Πετάχτηκε όρθιος κι έτρεξε πάλι, ενώ εκείνη ήταν ακόμη πεσμένη. Η μαμά ούρλιαζε παρακινώντας τους αστυνομικούς να τον κυνηγήσουν κι ανέμιζε ένα χαρτί φωνάζοντας πως έχει την επιμέλεια. Ο Μανώλης δεν καταλάβαινε τι στο καλό σήμαινε αυτό κι ούτε τον ένοιαζε. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν ο μπαμπάς που τον έβλεπε να τρέχει προς το μέρος του. Τον έφτασε και γονάτισε για να ’ρθει στο ύψος του. Τον άρπαξε στην αγκαλιά του και τον σήκωσε ψηλά. Τον στριφογύρισε και τον έσφιξε πάνω του δυνατά. «Μανώλη μου! αγόρι μου!»
   «Μπαμπά!» Τα παιδικά δάκρυα μουσκεύουν το ριγέ πουκάμισο του πατέρα, που κυριολεκτικά κουρελιάζεται απ’ τη λυσσαλέα επίθεση των τριών γυναικών. Όμως εκείνος κρατά το παιδί σφιχτά και δεν έχει σκοπό να το αφήσει απ’ την αγκαλιά του. Έχει να το δει έξι μήνες. Ούτε κι εκείνο κατά πως φαίνεται σκοπεύει να τον αφήσει. Έχει τυλίξει με δύναμη τα ποδαράκια του γύρω απ’ τη μέση του κι έχει κυριολεκτικά γαντζωθεί με τα λερωμένα του νυχάκια στα πατρικά μπράτσα, που ’χουν γυμνωθεί καθώς κρέμονται τα σχισμένα μανίκια.
   Οι δυο αστυνομικοί πλησιάζουν, του ζητούν αυστηρά ν’ αφήσει κάτω το παιδί και προσπαθούν ν’ απομακρύνουν από πάνω του τις μαινόμενες γυναίκες. Εκείνες στέκονται γύρω τους ουρλιάζοντας κι ο Μανώλης αναρωτιέται τρομαγμένος γιατί συμβαίνει όλο αυτό. Ρωτά κλαίγοντας τον πατέρα την ώρα που οι αστυνομικοί τον αποσπούν απ’ την αγκαλιά του κι ύστερα ρωτά σκούζοντας τη μητέρα του καθώς τον σέρνει από το χέρι. Δεν παίρνει απάντηση. Κατά πως φαίνεται, οι μεγάλοι δεν έχουν όλες τις απαντήσεις.

   «Τα τρία γουρουνάκια, μόνα τους στο σπίτι, άκουσαν τα χτυπήματα και στάθηκαν πίσω από την πόρτα…»
   Ο Μανώλης ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, ακούει τη μαμά να του διαβάζει το παραμύθι. Τα δάκρυα έχουν στεγνώσει πια στα μάτια του και μόνο μια διάχυτη θλίψη στο βλέμμα τους, αφήνει υπόνοιες πως δεν έχει ξεχάσει το πρωινό επεισόδιο έξω απ’ τα δικαστήρια.     
   «…Ο λύκος, είχε ζητήσει απ’ τα μυρμηγκάκια να του λειάνουν τη γλώσσα και να τη λεπτύνουν, για να μπορέσει να γίνει η φωνή του μαλακή και όμορφη όπως της μαμάς. “Σας παρακαλώ γουρουνάκια μου, ανοίξτε μου την πόρτα, είμαι η μαμά σας” προσπαθεί να τα ξεγελάσει. Κι εκείνα, κάνουν το λάθος και τον πιστεύουν. Δεν προλαβαίνουν όμως ν’ ανοίξουν την πόρτα κι ορμάει μέσα ο λύκος, μεγάααλος και κακός. Ανοίγει το στόμα με τα τεράααστια δόντια και κάνει τα γουρουνάκια, μια χαψιά».
   «Ααα μαμά! εγώ δε θ’ ανοίξω ποτέ στο λύκο!» ακούγεται η φωνή του Μανώλη κάτω απ’ την κουβέρτα που την έχει τραβήξει κι έχει σκεπάσει τρομαγμένος το κεφάλι του.            
   «Μα βέβαια, εσύ είσαι ένα έξυπνο παιδί…» Η μαμά σκύβει και τον φιλά  χαμογελώντας παράξενα. «…Είμαι σίγουρη πως δε θα το κάνεις… Καληνύχτα!»
   Βγαίνει σιγά απ’ το δωμάτιο ακροπατώντας κι ο Μανώλης μένει μόνος, κουκουλωμένος με την κουβέρτα του και την εικόνα του κακού λύκου να στοιχειώνει τα παιδικά του όνειρα.

   Ο πατέρας ρίχνει μια ματιά τριγύρω στην αυλή. Είναι σπαρμένη από τα υπολείμματα ενός κομματιασμένου βιολιού και της ξύλινης λουστραρισμένης θήκης του. Ό,τι απέμεινε, απ’ το δώρο γενεθλίων που είχε στείλει στο παιδί του πριν λίγες μέρες. Δρασκελά το διαλυμένο βιολί με τις ξεχαρβαλωμένες χορδές και παραμερίζει με την άκρη του παπουτσιού ένα απ’ τα σπασμένα “κλειδιά” του. Την πίκρα που φωλιάζει στην καρδιά του δεν την αφήνει να ξεχυθεί και να του δηλητηριάσει τη μέρα. Όχι σήμερα τουλάχιστον. Έχει έρθει αποφασισμένος να πάρει το Μανώλη μαζί του για το Σαββατοκύριακο, όπως έχει ορίσει το δικαστήριο. “Κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο του μήνα”.
   Χθες που τηλεφώνησε στη γυναίκα του για να συνεννοηθεί μαζί της, εκείνη -πράγμα παράξενο- ούτε του ’κλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα κατά το συνήθειο της, ούτε του ούρλιαξε να μην τολμήσει να πατήσει το πόδι του στην αυλή. Αντίθετα, μ’ ένα παράξενο γέλιο του είπε… καλώς να ορίσει για να μαζέψει τα “σκουπίδια” του. Σκουπίδι το αυστριακό χειροποίητο βιολί; Σκύβει στενάζοντας και μαζεύει το σπασμένο δοξάρι. Τώρα καταλαβαίνει το λόγο που δεν τον εμπόδισε να έρθει. Σίγουρα για να θριαμβολογήσει για το θλιβερό της κατόρθωμα, σαν θα τον έβλεπε να κρατά το κομματιασμένο βιολί. Ίσως και να τον κοίταζε τώρα, πίσω από κάποια τραβηγμένη κουρτίνα, χαμογελώντας χαιρέκακα.
   Μαζεύει τα κομμάτια του βιολιού και τα βάζει στην άκρη. Αν δεν διορθώνεται, θα αγοράσει ένα καινούργιο. Τα κομμάτια της καρδιάς του όμως, που ’ναι σκόρπια εδώ έξω, σ’ αυτή την αυλή, και ματώνουν περιμένοντας ν’ αντικρύσουν ένα παιδικό προσωπάκι, πώς να τα μαζέψει; Καταπίνει το πικρό συναίσθημα κι αποφασιστικά προχωρά και χτυπά την πόρτα.
   «Μαμά! ο μπαμπάς!» Ο Μανώλης πετιέται πάνω κι η φωνή του είναι γεμάτη ελπίδα και προσδοκία. Τώρα μάλιστα θα το επιβεβαιώσει. Σέρνει αλαφιασμένος ένα σκαμνί πίσω απ’ την πόρτα, σκαρφαλώνει και κοιτά απ’ το ματάκι. Ακούγεται ενθουσιασμένος. «Ο μπαμπάς μαμά, δε στο είπα; ο μπαμπάς!» και γίνεται ανυπόμονος. «Άνοιξε μαμά! φέρε τα κλειδιά!»
   Εκείνη πλησιάζει νυχοπατώντας. «Σ…σ…σ… δεν είναι ο μπαμπάς, κατέβα από κει».
   «Ο μπαμπάς είναι, αφού τον βλέπω!» ανοίγει έκπληκτος τα μάτια ο Μανώλης.
   Η μαμά τον κατεβάζει απ’ το σκαμνί. «Δεν είναι ο μπαμπάς… είναι ο κακός λύκος. Φόρεσε μια μάσκα που μοιάζει με τον μπαμπά…»
-          Ααα!
-          Μανώλη! Είσαι μέσα παιδί μου; άνοιξε, είμαι ο μπαμπάς!»
   «Ο μπαμπάς! Ο μπαμπάς μου είναι! ακούω τη φωνή του!» στριγκλίζει τώρα ο Μανώλης. «Κάνεις λάθος μαμά, άνοιξέ του!»
-          Σ…σ…σ… Σώπα μη σ’ ακούσει, ο κακός λύκος είναι, έκανε τη φωνή του ίδια με του μπαμπά σου για να σε ξεγελάσει…
-          Μανώλη! ήρθα να σε πάρω αγόρι μου για το Σαββατοκύριακο. Άνοιξε την πόρτα!
   «Όχι, αυτή είναι η φωνή του μπαμπά μου, την ξέρω εγώ!» πεισμώνει ο Μανώλης και χτυπά με μανία τα πόδια στο πάτωμα.
   Τώρα και τα χτυπήματα στην πόρτα γίνονται πιο δυνατά κι επίμονα. «Ανοίξτε μου! Μανώλη! Είμαι ο μπαμπάς, ήρθα να σε πάρω!»
-          Βλέπεις; βλέπεις με πόση μανία χτυπά την πόρτα; κοντεύει να τη ρίξει. Έκανε τη φωνή του ολόιδια με του μπαμπά σου και βιάζεται να σε πάρει. Μια χαψιά θα σε κάνει.
   Την κοιτά σαστισμένος. «Μαμά… μοιάζει πολύ η φωνή με του μπαμπά… Αν είναι στ’ αλήθεια ο μπαμπάς;» Η σιγουριά του παιδιού φαίνεται να κλονίστηκε.
-          Δεν είναι ο μπαμπάς, εκείνος δε σε θυμάται ποτέ για να έρθει. Ο κακός λύκος είναι. Θέλει να σ’ αρπάξει.
   Ο Μανώλης ξεφεύγει της μάνας του κι ανεβαίνει πάλι στο σκαμνί. Κοιτάζει με προσοχή απ’ το μάτι της πόρτας.
-           Μανώλη! Άνοιξε παιδί μου, δεν μ’ ακούς; ήρθα να σε πάρω! Ανοίξτε μου, ανοίξτε μου!
   Ο τόνος του σπαραγμού στη φωνή δεν μπορεί ν’ αναγνωρισθεί και ν’ αξιολογηθεί από την ανώριμη παιδική συνείδηση. Η φωνούλα του Μανώλη ακούγεται τώρα σιγανή και δεν μπορείς να ξεχωρίσεις αν είναι φοβισμένη ή λυπημένη. «Πω! πω! Πόσο μοιάζει η μάσκα στον μπαμπά! ολόιδιος είναι… Κι η φωνή του λύκου… ίδια κι αυτή… ολόιδια με του μπαμπά!»

                                                         ΤΕΛΟΣ  
Ετσι αποσπούσαν τα παιδιά μου από εμένα : Δέστε και θαυμάστε δικαιοσύνη που δεν τιμώρησε τους εγκληματίες:
ΟΛΟΙ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΕΣ 
ΚΑΙ ΣΥΝΥΠΕΥΘΥΝΟI: ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΑΛΛΑΞΟΥΝ ΝΟΜΟΥΣ, ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΚΤΕΛΟΥΝ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΗΔΗ ΥΠΑΡΧΟΝΤΕΣ ΝΟΜΟΥΣ, ΟΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ, ΦΟΒΟ ΚΑΙ ΒΛΑΚΕΙΑ ΤΟΥΣ, ΟΙ ΨΥΧΟΛΟΓΟΙ, ΨΥΧΙΑΤΡΟΙ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ ΠΟΥ ΨΑΧΝΟΥΝ ΘΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΙΔΕΥΤΟΙ, ΟΙ ΨΥΧΟΠΑΘΕΙΣ ΓΟΝΕΙΣ.
ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΜΗΝ ΕΧΟΥΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ, ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΤΑ ΕΧΟΥΝ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΤΕΙ ΜΕ ΤΕΤΟΙΟ ΑΝΩΜΑΛΟ ΤΡΟΠΟ?

Δεν υπάρχουν σχόλια: